- πύγμαχοι
- πύγμαχοςone who fights with the fistmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυγμάχοι — πυγμάχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PYGMACHI — Graece πυγμάχοι, apud Theocritum in Ἡρακλίσκῳ, ἅτ᾿ εἰς γαῖαν προπεσόντες Πυγμάχοι. Pancratiastae sunt, qui hanc artem habebant ut vincerent velut in terram cadentes ac resupinantes sese; cum pugiles non nisi stantes ac recti certamen peragerent.… … Hofmann J. Lexicon universale
επίσφαιρα — ἐπίσφαιρα, τὰ (Α) 1. δερμάτινα περικαλύμματα τών χεριών που έφεραν οι πυγμάχοι αθλητές, όπως τα σημερινά γάντια πυγμαχίας, για να αμβλύνουν τα πλήγματα 2. τα δερμάτινα σφαιροειδή περικαλύμματα τής αιχμής ξύλινων μαχαιριών ή ξιφών, όπως τα… … Dictionary of Greek
ГИМНАСИЙ — • Gymnasium, γυμνάσιον. Гимнастика (γυμναστική) одно из самых своеобразных учреждений греческой жизни; уже в гомеровские времена гимнастика процветала и всегда поощрялась и восхвалялась. Имея целью удовлетворять чувству прекрасного и… … Реальный словарь классических древностей
Кулачный бой — • Πυγμή, πυγμάχοι, πύξ, πύκται, см. Gymnasium, Гимнасий … Реальный словарь классических древностей
ANACLINOPALE — Graece Α᾿νακλινοπάλη, terminus veteris palaestrae, apud Martialem l. 14. Epigramm. 201. cui lemma Paloestritoe. Non amo, qui vincit, sed qui succumbere novit, Et melius didicit τὴν ἀνακλινοπάλην. Nempe Pancratium sic dicebatur, quod in eo… … Hofmann J. Lexicon universale
άμφωτις — ἄμφωτις ( ιδος) και ἀμφωτὶς ( ίδος), η (Α) 1. μικρός κάδος με δύο λαβές 2. κάλυμμα για τα αφτιά, που φορούσαν οι νεαροί πυγμάχοι κατά τη διάρκεια τής άσκησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + οὖς, ὠτός] … Dictionary of Greek
ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… … Dictionary of Greek
πυγμικός — ή, όν, Α [πυγμή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυγμή και στην πυγμαχία. επίρρ... πυγμικῶς Μ παλεύοντας ως πυγμάχοι … Dictionary of Greek
πυκτείον — (I) τὸ, Α [πυκτεύω] τόπος όπου αγωνίζονταν οι πυγμάχοι. (II) τὸ, Α [πυκτή] τόπος εναπόθεσης τών πινακιδίων … Dictionary of Greek